Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσιοδίφης ο [fisioδífis] Ο10 : αυτός που ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της φύσης και ιδίως των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.
[λόγ. φυσιο- + αρχ. διφ(ῶ) `εξετάζω λεπτομερειακά΄ -ης (πρβ. αναδιφώ, ελνστ. ἀστροδίφης `αστρονόμος΄) μτφρδ. γερμ. Naturforscher]