Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυσάω
1 εγγραφή
φυσάω [fisáo] & Ρ10.7α σπάν. αόρ. και φύσησα, σπάν. απαρέμφ. και φυσήσει : δημιουργώ, παράγω αέρα ή ρεύμα αέρα: 1. εκπέμπω ρεύμα αέ ρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: ~ τη φωτιά για ν΄ ανάψει. Φύσηξε δυνατά κι έσβησε τα κεριά της τούρτας. 2α. εμφυσώ αέρα σε πνευστό όργανο, σωλήνα κτλ.: ~ τη φλογέρα. β. βγάζω με φύσημα: Φύσα τη μύτη σου. γ. αναπνέω ορμητικά: Φυσούσε και ξεφυσούσε ανεβαίνοντας τον ανήφορο. (έκφρ.) να τον φυσήξεις θα πέσει, για άνθρωπο πολύ αδύναμο ή για κατασκευή ετοιμόρροπη. ΦΡ το ~ και δεν κρυώνει, δεν μπορώ να συνέλθω από κάποιο πάθημα. το / τα φυσάει, έχει πολλά χρήματα. 3. (για αέρα) πνέω: Φύσηξε βοριάς / νοτιάς / αεράκι / λίβας. Ο αέρας που φυσούσε, φούσκωνε τα πανιά. || (στο γ' εν. πρόσ.) πνέει άνεμος: Σήμερα φυσάει απ΄ το πρωί. Xτες δε φύσηξε πο λύ. Kάτσε εδώ που δε φυσάει. || (μτφ.): Φυσάει ένας άνεμος* / αέρας*. ΦΡ (πάω) όπου φυσάει ο άνεμος*.

[αρχ. φυσῶ (στη σημ. 1) και μεταπλ. -άω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες