Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυγόμαχος -η -ο [fiγómaxos] Ε5 : που αποφεύγει τη μάχη, τον αγώνα και γενικότερα κάθε προσπάθεια που εμπεριέχει σύγκρουση με πρόσωπα ή με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.
[λόγ. < αρχ. φυγόμαχος]