Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγόκεντρος
1 εγγραφή
φυγόκεντρος -η / -ος -ο [fiγókendros] Ε17 : ANT κεντρομόλος. 1. που φεύγει, που τείνει να απομακρύνεται από το κέντρο: Φυγόκεντρες τάσεις / δυνάμεις. || (φυσ.) ~ δύναμη, η δύναμη που αναπτύσσεται σε μάζες, σε αντικείμενα που στρέφονται με ταχύτητα γύρω από ένα κέντρο και που τείνει να τα απομακρύνει από αυτό, να τα εκτινάξει προς τα έξω. 2. (μτφ.) που τείνει να απομακρυνθεί από ένα κέντρο, από έναν (κοινωνικό, πολιτικό κτλ.) πυρήνα, που μειώνει, διασπά την ενότητα, τη συνοχή ενός συνόλου, μιας ομάδας: Mέσα στο κόμμα εμφανίστηκαν τελευταία ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις. Στις σύγχρονες κοινωνίες, σε αντίθεση προς το συγκεντρωτισμό του παρελθόντος, αναπτύσσονται πολλές φυγόκεντρες δυνάμεις.

[λόγ. φυγο- + κέντρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. centrifuge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες