Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυγοπονώ [fiγoponó] Ρ10.9α : (λόγ.) έχω την τάση να αποφεύγω ενέργειες ή δραστηριότητες που απαιτούν ή προϋποθέτουν σωματικό ή πνευματικό μόχθο, κόπο· τεμπελιάζω. ANT φιλοπονώ.
[λόγ. < ελνστ. φυγοπονῶ]