Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυγαδεύω [fiγaδévo] -ομαι Ρ5.1 : α. διευκολύνω κπ. να διαφύγει, να δραπετεύσει (συχνά στο εξωτερικό): Kατάφεραν να φυγαδεύσουν τους δράστες της ληστείας στο εξωτερικό. β. στέλνω, μεταφέρω κτ. κρυφά, παράνομα από έναν τόπο σε άλλον, σε μακρινή απόσταση ή στο εξωτερικό: Aρχαία αντικείμενα κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό.
[λόγ. < αρχ. φυγαδεύω `εξορίζω΄ κατά τη σημ. της λ. φυγάς]