Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυγή η [fijí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : 1. βιαστική, εσπευσμένη απομάκρυνση κάποιου μπροστά σε μια απειλή, σε έναν κίνδυνο: Mπροστά στον κίνδυνο να συλληφθεί, προτίμησε τη ~. H ήττα τους εξελίχτηκε σε άτακτη ~. H φωτιά στο δάσος ανάγκασε τα ζώα σε ~. || Mαζική ~ των κατοίκων των μεγαλουπόλεων τα Σαββατοκύριακα προς τις παραλίες. (έκφρ.) τρέπω* κπ. σε (άτακτη) ~. 2. η κρυφή, η μη επιτρεπόμενη εγκατάλειψη ενός τόπου, μιας χώρας: Λίγο μετά τη σύλληψή τους ακολούθησε η απόδραση και η ~ τους στο εξωτερικό. 3. η προσπάθεια, η τάση αποφυγής καταστάσεων που κρίνονται ως ιδιαίτερα δυσάρεστες, δύσκολες, που δεν είναι δυνατό να υπερνικηθούν ή να αντιμετωπιστούν με επιτυχία: ~ από την καθημερινότητα / από τα προβλήματα / από (τον ίδιο) τον εαυτό μας.
[λόγ. < αρχ. φυγή `φυγή στη μάχη, απόδραση, εξορία΄ & σημδ. γαλλ. fuite]