Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτου [ftú] επιφ. : ηχομιμητική λέξη που: 1. αποδίδει τον ήχο του φτυσίματος. (έκφρ.) ώσπου να κάνεις ~, πολύ γρήγορα: Θα έρθω ώσπου να κάνεις ~. 2. εκφράζει αηδία, περιφρόνηση, αποστροφή και γενικότερα πολύ έντονη αποδοκιμασία, επιτίμηση προς κπ.: ~ σου δεν ντρέπεσαι! ~ σου αλήτη / παλιάνθρωπε! ~ να χαθείς! ~ στα μούτρα σου! ~ σας ρεζίλια! 3. λέγεται για να αποτρέψει το μάτιασμα: ~ σκόρδα. ~ να μη βασκαθείς! Πολύ όμορφο το μωρό σου· ~ να μην το ματιάσω! || (και ειρ.): Σαν θρεφτάρι έγινε από το πάχος· ~ να μη βασκαθεί! 4. εκφράζει τον εκνευρισμό, τη δυσαρέσκεια απέναντι σε μια αντιξοότητα, σε μια ατυχία κτλ.: ~ να πάρει (ο διάολος). ~ γαμώτο! (έκφρ.) ~ κι απ΄ την αρχή, για ενέργεια, για διαδικασία που την επαναλαμβάνουμε από την αρχή.
[ηχομιμ.]
- φτουράω [fturáo] & -ώ Ρ10.1α : (οικ., συνήθ. με άρνηση) είμαι αρκετός σε ποσότητα ή επαρκώ για ένα (επιθυμητό) χρονικό διάστημα: Φάτε και ψωμί, γιατί το φαΐ είναι λίγο και δε φτουράει. α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: Ο καινούριος παίκτης δε φτούρησε στην ομάδα. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά.
[ίσως λατ. obduro `επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]