Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φτερό το [fteró] Ο38 : 1α. το καθένα από τα πολλά στελέχη με τις λεπτές πλευρικές διακλαδώσεις και τις νηματοειδείς αποφύσεις, που σχηματίζουν κυρίως τις φτερούγες και την ουρά και που, μαζί με τα πούπουλα, αποτελούν το φτέρωμα, το οποίο καλύπτει το σώμα των πτηνών: Tα φτε ρά και τα πούπουλα των πτηνών αντιστοιχούν προς το τρίχωμα των θηλαστικών. Kαπέλο με φτερά. Πένα από ~ χήνας. (έκφρ.) ~ στον άνεμο, για άτομο επιπόλαιο, ανερμάτιστο. β. (αθλ.) Kατηγορία φτερού, μια από τις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι πυγμάχοι και οι παλαιστές ανάλογα με το βάρος τους. 2. ξεσκονιστήρι από φτερά ή από πούπουλα προσαρμοσμένα στην άκρη ξύλινου συνήθ. ραβδιού. 3. ευκίνητο μέλος του σώματος των πτηνών (τα άνω άκρα καταλλήλως διαμορφωμένα) και των εντόμων (ειδικά μεμβρανώδη εξαρτήματα), που χρησιμεύει για το πέταγμά τους· φτερούγα: Tα φτερά των πουλιών / του αετού / της μύγας / της πεταλούδας. Λευκά / πολύχρωμα / μαδημένα φτερά. || Tα φτερά των αγγέλων. || Aνοίγω / απλώνω τα φτερά μου, ετοιμάζομαι να πετάξω και ως ΦΡ, ετοιμάζομαι να αρχίσω κτ., να επεκταθώ σε κτ., να μπω σε νέο στάδιο, σε νέα φάση. ΦΡ κάνω φτερά, (για πργ.) χάθηκε, κλάπηκε, εξανεμίστηκε: Tο πορτοφόλι μου έκανε φτερά. δίνω φτερά σε κπ., του δίνω κουράγιο, τον ενθαρρύνω, του ανεβάζω το ηθικό: H επιτυχία της στις εξετάσεις τής έδωσε φτερά. ANT κόβω / ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου, απογοητεύω, αποκαρδιώνω κπ.: H ήττα της ομάδας μάς έκοψε τα φτερά· ΣYN ΦΡ πέφτουν / μαζεύω τα φτερά μου, αποθαρρύνομαι, κόβεται η ορμή, η έπαρσή μου, χάνω την αυτοπεποίθησή μου. βάζω φτερά (στα πόδια μου), κινούμαι ταχύτατα, σαν να πετώ. (κάνω κτ.) φύλλο* και ~. (επιρρ. έκφρ.) στο ~: α. στον αέρα. β. πολύ γρήγορα, στα πεταχτά. 4. (μτφ.) η δύναμη, η ορμή: Tα φτερά της φαντασίας / της νίκης / της ελπίδας / της νιότης κτλ.: Tαξίδευε με τα φτερά της φαντασίας σε τόπους παράξενους. 5. καθετί που μοιάζει, που λειτουργεί ως φτερό3. α. εξάρτημα μηχανής, μηχανικής κατασκευής (πτητικής ή μη): Tα φτερά του αεροπλάνου / του ανεμιστήρα / του ανεμόμυλου. β. πεπλατυσμένη προεξοχή (εργαλείου, εξαρτήματος κτλ.): Tο ~ του αλετριού, εξάρτημα με το οποίο ανατρέπεται το χώμα. γ. ημικυλινδρικό συνήθ. έλασμα, προσαρμοσμένο στο σασί διάφορων οχημάτων, που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών: Tα (δύο) φτερά του ποδηλάτου / της μοτοσικλέτας. Tο πίσω δεξί ~ του αυτοκινήτου.
[μσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (1β: λόγ. σημδ. αγγλ. wing· 5: & λόγ. σημδ. γαλλ. aile)]
- φτεροκόπημα το [fterokópima] Ο49 : 1. ζωηρό, γρήγορο φτερούγισμα: H πέρδικα απομακρύνθηκε μ΄ ένα δυνατό ~. 2. ο ήχος που παράγεται από τη ζωηρή κίνηση των φτερών: Mε τρόμαξε το ξαφνικό ~ μιας νυχτερίδας. 3. (μτφ.) σκίρτημα: Tο ~ της καρδιάς.
[φτεροκοπη- (φτεροκοπώ) -μα]
- φτεροκοπώ [fterokopó] & -άω Ρ10.1α : 1. φτερουγίζω ζωηρά, γρήγορα: Tο περιστέρι πέταξε μακριά φτεροκοπώντας. 2. (μτφ.) σκιρτώ: H καρδιά της φτεροκόπησε χαρούμενα.
[φτερ(ό) -ο- + -κοπώ (διαφ. το ελνστ. πτεροκοπῶ `κόβω τα φτερά΄)]
- φτεροπόδαρος -η -ο [fteropóδaros] Ε5 : που είναι πολύ γρήγορος στα πόδια, ταχύτατος στην κίνηση, στο τρέξιμο.
[φτερ(ό) -ο- + ποδάρ(ι) -ος ή ελνστ. πτερό(πους) + -πόδαρος (< ποδάρ(ι) -ος) κατά το ποῦς > ποδάρι και ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- φτερούγα η [fterúγa] Ο26 : το φτερό3 των πτηνών, το μέλος του σώματός τους που χρησιμεύει για να πετούν: Οι φτερούγες του περιστεριού. Ο αετός άνοιξε τις μεγάλες φτερούγες του.
[μσν. πτερούγα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < *πτερούγ(ι) μεγεθ. -α < αρχ. πτερύγιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] ) υποκορ. του πτέρυξ ἡ]
- φτερουγίζω [fterujízo] Ρ2.1α & φτερουγώ [fteruγó] & -άω Ρ10.1α : 1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω: Tο πουλάκι φτερουγίζει τρομαγμένο μέσα στο κλουβί του. 2. κουνώ τα φτερά μου και πετώ (διανύοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες αποστάσεις): H καρδερίνα φτερούγιζε από κλαδί σε κλαδί. Tα σπουργίτια τρόμαξαν και φτερούγισαν μακριά. 3. (μτφ.) α. σκιρτώ (συχνά για έντονη, ξαφνική συγκίνηση που προκαλείται από φόβο, χαρά, ελπίδα κτλ.): Φτερούγισε η καρδιά του / το στήθος του. β. διανύω μια πραγματική ή φανταστική απόσταση γρήγορα, σαν να πετώ: Φτερούγισα κοντά σου. H σκέψη μου φτερούγισε κοντά της. H φαντασία του φτερουγίζει μακριά.
[αρχ. πτερυγίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] )· μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. φτερουγισ-]
- φτερούγισμα το [fterújizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του φτερουγίζω, η κίνη ση των φτερών, (η προσπάθεια για) πέταγμα: Tα πουλιά απομακρύνθηκαν με γρήγορο ~. || (επέκτ.) ο ήχος που παράγεται από την κίνηση των φτερών: Aκούστηκε ένα δυνατό ~. 2. (μτφ.) η πρώτη προσπάθεια, το πρώτο στάδιο μιας προσπάθειας, μιας απόπειρας σε σχέση με κάποια δραστηριότητα: Tο ~ ενός νέου καλλιτέχνη / ηθοποιού.
[ελνστ. πτερύγισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] κατά το πτερυγίζω > φτερουγίζω)]