Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρόνιμος -η -ο [frónimos] Ε5 : 1. που σκέφτεται και ενεργεί με λογική, σύνεση, ωριμότητα· μυαλωμένος: Είναι ~ και γνωστικός άνθρωπος. Έκρι να φρόνιμο να σιωπήσω, λογικό, συνετό. (γνωμ.) των φρονίμων ολίγα, οι συνετοί δε λένε πολλά. των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, οι μυαλωμένοι είναι προνοητικοί. 2. που τον χαρακτηρίζει το ήθος και η σεμνότητα: Φρόνιμα κορίτσια. 3. (για παιδιά) που είναι πειθαρχικός, ήσυχος, υπάκουος: Nα είσαι φρόνιμο παιδί.
φρόνιμα ΕΠIΡΡ: Kάτσε ~! [αρχ. φρόνιμος (στη σημ. 1)]