Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρόνηση η [frónisi] Ο33 : τρόπος σκέψης και αντίστοιχη πρακτική που χαρακτηρίζεται από λογική, σύνεση, ωριμότητα: Ενεργεί / συμπεριφέρεται με ~.
[λόγ. < αρχ. φρόνη(σις) -ση]