Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρόνημα το [frónima] Ο49 : 1. αυτό που πιστεύει κάποιος, που το έχει διαμορφώσει ως γνώμη, ως πεποίθηση ή ιδεολογία: Θρησκευτικό / πολιτικό ~. || Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι ο κάτοχός του δεν είναι αριστερός και χρησίμευε κυρίως προκειμένου να διοριστεί κάποιος σε δημόσια θέση (κατά την περίοδο από το τέλος του εμφυλίου ως τη μεταπολίτευση του 1974). 2. η συναίσθηση, η συνείδηση που διαμορφώνει κάποιος για την αξία, τις δυνατότητες κτλ. του εαυτού του ή της ευρύτερης (κοινωνικής) ομάδας, στην οποία ανήκει: Εθνι κό / λαϊκό ~. Οι στρατιώτες / οι αθλητές έχουν υψηλό / χαμηλό αγωνιστι κό ~. Tο φρόνημά του είναι ακμαίο / πεσμένο, το ηθικό.
[λόγ.: 2: αρχ. φρόνημα `τρόπος σκέψης, αποφασιστικότητα, θάρρος΄· 1: σημδ. γαλλ. opinion]
- φρονηματίζω [fronimatízo] -ομαι Ρ2.1 : προσπαθώ με λόγια, με συμβουλές κτλ. να συνετίσω κπ., να τον κάνω να σκεφτεί ή να συμπεριφερθεί λογικά, ώριμα, συνετά.
[λόγ. < μσν. φρονηματίζω ενεργ. < αρχ. φρονηματίζομαι `αλαζονεύομαι΄ κατά τη σημ. του φρόνιμος]
- φρονηματισμός ο [fronimatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φρονηματίζω.
[λόγ. < ελνστ. φρονηματισμός `έπαρση΄ κατά τη σημ. του φρονιματίζω]