Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φροντιστήριο το [frondistírio] Ο42 : I1. ιδιωτική σχολή που λειτουργεί για την προπαρασκευή μαθητών ή φοιτητών ή για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών: ~ Nομικής / Φιλολογίας / Aγγλικών / Γερμανικών. 2. τα προπαρασκευαστικά μαθήματα που γίνονται στο φροντιστήριο: Πέρασα στο πανεπιστήμιο χωρίς (να κάνω) ~. Έκανε ~ στην έκθεση / στα μαθηματικά. 3. ειδικό πανεπιστημιακό μάθημα με περιεχόμενο την εφαρμογή και τον έλεγχο των διδαγμένων: ~ παλαιογραφίας / ψυχολογίας. II. αποθήκη ή γραφείο φροντιστή (κυρ. θεάτρου).
[λόγ.: I: αρχ. φροντιστήριον `χώρος διαλογισμού΄, ελνστ. σημ.: `χώρος διαλέξεων΄ & σημδ. αγγλ. tutorial· ΙΙ: φροντισ(τής)1 -τήριον]