Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φροντίζω [frondízo] Ρ2.1α μππ. φροντισμένος : 1α. σκέφτομαι ή και ενερ γώ με βάση το ενδιαφέρον μου για κπ. ή για κτ., επιμελούμαι, μεριμνώ, νοιάζομαι: Φροντίζει για την ευτυχία της οικογένειάς του / για το μέλλον των παιδιών του. β. ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. από αγάπη, ενδιαφέρον· περιποιούμαι, συντηρώ: Φροντίζει τα λουλούδια του / το ντύσιμό του / την υγεία του. Πήραν νοσοκόμο να φροντίζει τον άρρωστο. Οι γονείς φροντίζουν τα παιδιά τους. γ. επιμελούμαι, περιποιούμαι κτ., ενεργώ έτσι ώστε να διατηρείται σε καλή κατάσταση: Πήραν μια γυναίκα να φροντίζει το σπίτι. Προσέλαβαν έναν κηπουρό για να φροντίζει τον κήπο. 2. καταβάλλω προσπάθεια, επιδιώκω κτ.: ~ να είμαι πάντα στην ώρα μου. Φρόντισε να κλείσεις έγκαιρα θέσεις για την παράσταση. || (μππ.) που τον έχουν περιποιηθεί, που έχουν νοιαστεί με αγάπη ή με ενδιαφέρον γι΄ αυτόν: Φροντισμένος κήπος. Φροντισμένη εμφάνιση. Φροντισμένο ντύσιμο. Φροντισμένος λόγος, επεξεργασμένος.
[αρχ. φροντίζω (η μππ.: λόγ. μτφρδ. γαλλ. soigné)]