Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φρεγάτα η [freγáta] & φρεγάδα η [freγáδa] Ο25 : 1. παλαιότερο τρικάταρτο, ιστιοφόρο, πολεμικό πλοίο. 2. σύγχρονο ανθυποβρυχιακό πλοίο συνοδείας. 3. (μτφ.) γυναίκα μεγαλόσωμη, στητή και καλοσχηματισμένη.
[ιταλ. fregata· μσν. *φρεγάδα (πρβ. μσν. φεργάδα με μετάθ. του [r] ) < βεν. fregada]