Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρένες
1 εγγραφή
φρένες οι [frénes] Ο25 : (λόγ.) μόνο στις εκφράσεις είμαι / γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό, αγανακτώ. κάνω κπ. έξω φρενών, εξοργίζω κπ. σε μεγάλο βαθμό, κάνω κπ. να αγανακτήσει. (λόγ. έκφρ.) (δεν) έχω σώας τας φρένας, (δεν) είμαι στα λογικά μου. (πλήρης) σύγχυση φρενών, για έλλειψη πνευματικής διαύγειας, αδυναμία λογικής σκέψης.

[λόγ. < αρχ. φρένες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες