Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρέαρ
1 εγγραφή
φρέαρ το [fréar] Ο γεν. φρέατος, πληθ. φρέατα, γεν. φρεάτων : (λόγ.) το πηγάδι: Aρτεσιανό* ~.

[λόγ. < αρχ. φρέαρ `πηγάδι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες