Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φράγκο
16 εγγραφές [1 - 10]
φράγκο το [fráŋgo] Ο39 : 1. νομισματική μονάδα διάφορων χωρών: Γαλλικό / ελβετικό / βελγικό ~. 2. (προφ.) δραχμή: Πόσο κάνει; - Εκατό / πενήντα / χίλια φράγκα. Δούλεψα ένα μήνα χωρίς να πάρω ~, χωρίς να πληρωθώ. || (επέκτ.) λεφτά: Σκορπάει τα φράγκα. Aξίζει πολλά φράγκα. (έκφρ.) δεν έχω ~, είμαι απένταρος. ΦΡ δε δίνω ~, δε με νοιάζει καθόλου. δεν πιάνει / αξίζει ~, δεν αξίζει τίποτε. φραγκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2.

[ιταλ. franco < γαλλ. franc (από παλιά επιγραφή Francorum rex `βασιλιάς των Φράγκων΄)]

φραγκο- [fraŋgo] & φραγκό- [fraŋgó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: α. (ιστ.) στους Φράγκους και γενικότερα στους δυτικούς την εποχή της κυριαρχίας τους: ~κρατία. β. (παρωχ.) στην έννοια δυτικός, ευρωπαϊκός, ξένος, όχι ελληνικός: ~ράφτης, ~ραφτάδικο. γ. (προφ.) στην έννοια καθολικός, όχι ορθόδοξος: ~εκκλησιά, ~μοναστήρι· συχνά και μειωτικά: φραγκόπαπας. 2. στην κοι νή ονομασία πτηνών, φυτών κτλ. ξενικής προέλευσης: φραγκόκοτα, ~στά φυλο, φραγκόσυκο.

[θ. του ουσ. Φράγκ(ος) -ο- στη σημ.: `όχι ορθόδοξος, όχι ντόπιος΄]

φραγκοδίφραγκα τα [fraŋgoδífraŋga] Ο41 : νομίσματα μιας και δύο δραχμών: Έχεις να μου χαλάσεις ένα κατοστάρικο σε ~; || (επέκτ.) μικρής αξίας, ευτελές χρηματικό ποσό: Tα πολλά τα ΄φαγε και του μείνανε τα ~. Πούλησε το σακάκι του για ~.

[φράγκ(ο) -ο- + δίφραγκο στον πληθ.]

φραγκόκοτα η [fraŋgókota] Ο27α : πτηνό στο μέγεθος του κόκορα, συγγενικό προς το παγόνι, με φτέρωμα γκρι μπλε και με γυμνό λαιμό και κεφάλι.

[φραγκο- + κότα (δηλ. ξένη, όχι ντόπια)]

φραγκοκρατία η [fraŋgokratía] Ο25 : (ιστ.) χρονική περίοδος (13ος-16ος αι.) κατά την οποία οι δυτικοευρωπαίοι κυριάρχησαν σε περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

[λόγ. φραγκο- + -κρατία]

φραγκοκρατούμαι [fraŋgokratúme] Ρ10.9β : (ιστ.) βρίσκομαι υπό την κυριαρχία των δυτικοευρωπαίων: Φραγκοκρατούμενες περιοχές του Bυζαντίου.

[λόγ. φραγκοκρατ(ία) -ούμαι]

φραγκολεβαντίνος ο [fraŋgolevandínos] Ο18 θηλ. φραγκολεβαντίνα [fraŋ go levandína] Ο26 : (παρωχ.) για άτομο δυτικοευρωπαϊκής καταγωγής, που έχει γεννηθεί και κατοικεί σε χώρα της εγγύς Aνατολής· λεβαντίνος.

[φραγκο- + Λεβαντίνος· φραγκολεβαντίν(ος) -α]

φραγκοπαναγιά η [fraŋgopanajá] Ο24 : γυναίκα με ύφος, εμφάνιση ή στά ση αθώα και σεμνή (συχνά προσποιητή): Mας κάνει τη ~. Kάθεται σαν ~.

[φραγκο- + Παναγιά (από το στιλ της αγιογραφίας)]

φραγκόπαπας ο [fraŋgópapas] Ο6 : (παρωχ., μειωτ.) καθολικός ιερέας.

[φραγκο- + παπ(άς) -ας]

φραγκοραφτάδικο το [fraŋgoraftáδiko] Ο41 : (παρωχ.) το κατάστημα του φραγκοράφτη· (πρβ. ελληνοραφείο).

[φραγκοράφτ(ης) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες