Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουφούλα
1 εγγραφή
φουφούλα η [fufúla] Ο25 : 1. το πίσω και κάτω μέρος της νησιώτικης βράκας που έχει σούρα και είναι φουσκωτό. || (επέκτ.) η βράκα. 2. φαρδύ και σουρωτό παντελονάκι, κυρίως για παιδιά ή για γυναίκες, που συγκρατείται συνήθ. με τιράντες.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες