Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- φουφούλα η [fufúla] Ο25 : 1. το πίσω και κάτω μέρος της νησιώτικης βράκας που έχει σούρα και είναι φουσκωτό. || (επέκτ.) η βράκα. 2. φαρδύ και σουρωτό παντελονάκι, κυρίως για παιδιά ή για γυναίκες, που συγκρατείται συνήθ. με τιράντες.
[;]