Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φουτουρισμός ο [futurizmós] Ο17 : καλλιτεχνική κίνηση και τεχνοτροπία του 20ού αι., που επιχείρησε να εκφράσει το νέο κόσμο της τεχνολογικής ανάπτυξης και το σύγχρονο άνθρωπο των μεγάλων πόλεων: Ο ~ ήθελε να αποτυπώσει τον κόσμο της ταχύτητας, της βίας και της δράσης.
[λόγ. < ιταλ. futurismo (ή μέσω του γαλλ. futurisme) (-ismo, -isme = -ισμός)]