Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουστάνι
1 εγγραφή
φουστάνι το [fustáni] Ο44 : 1. εξωτερικό γυναικείο ρούχο· φόρεμα: Kοντό / μακρύ / στενό / φαρδύ / γιορτινό / καθημερινό / ακριβό / φτηνό / χρωματιστό ~. Δεν είσαι άντρας εσύ, να βάλεις φουστάνια! (έκφρ.) είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ κάποιας, για άντρα εξαρτημένο και άβουλο: Είναι κολλημένος στο / κρέμεται από το ~ της μάνας του / της γυναίκας του. 2. γυναίκα, γυναίκες· ποδόγυρος: Tου αρέσει το ~. Tρέχει πίσω από το ~. φουστανάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. φουστάνι < βεν. αρσ. fustagno `ρούχο από χοντρό, φτηνό ύφασμα΄, πληθ. fustagni που θεωρήθηκε ουδ. εν. < μσνλατ. fustaneum μτφρδ. του ελνστ. ξύλινον `βαμβακερό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες