Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοροτεχνικός ο [forotexnikós] Ο17 : 1. επαγγελματίας που προσφέρει υπηρεσίες στους φορολογούμενους σχετικές με τις φορολογικές τους υποθέσεις: Πήγα σε φοροτεχνικό για να μου συμπληρώσει τη φορολογική μου δήλωση. 2. δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος για τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων και τον καθορισμό του αντίστοιχου φόρου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. φοροτεχνικός]
- φοροτεχνικός -ή -ό [forotexnikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται: α. στο φοροτεχνικό1: Φοροτεχνικό γραφείο. β. στο φοροτεχνικό2: Nέες φοροτεχνικές διατάξεις για τον καθορισμό του φόρου. || (ως ουσ.) τα φοροτεχνικά, τα τεχνικά θέματα που αφορούν τους φόρους: Οργάνωση επιχειρήσεων, Λογιστικά, Φοροτεχνικά.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + τεχνικός]