Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φορολογώ [foroloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. επιβάλλω φόρο: ~ το εισόδημα / το κεφάλαιο / την κατανάλωση / τα είδη πολυτελείας / τα τσιγάρα. Tο κράτος φορολογεί τους πολίτες. β. (παθ.) πληρώνω φόρο, υπόκειμαι σε φορολογία: Οι άποροι δε φορολογούνται. Tα είδη πολυτελείας φορολογούνται με υψηλούς συντελεστές. 2. (μτφ.) επιβάλλω σε κπ. χρηματική συνήθ. εισφορά, δαπάνη (για κπ. σκοπό): Mε φορολόγησε με δυο κουπόνια του κόμματός του.
[λόγ. < ελνστ. φορολογῶ]