Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορολογία
1 εγγραφή
φορολογία η [forolojía] Ο25 : η επιβολή φόρου, η υποχρέωση φυσικών ή νομικών προσώπων να καταβάλλουν φόρο στο δημόσιο: Aυξήθηκαν τα έσοδα του κράτους από τη ~. || φόρος: ~ εισοδήματος.

[λόγ. < ελνστ. φορολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες