Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοροδιαφυγή η [foroδiafijí] Ο29 : η αποφυγή πληρωμής (του συνόλου ή μέρους) των οφειλόμενων φόρων μέσο της απόκρυψης από το φορολογούμενο του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματός του: Στις μεγάλες επιχειρήσεις η ~ είναι ανεξέλεγκτη. Mέτρα για την πάταξη / την εξάλειψη / την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. || η απώλεια από το κράτος φορολογικών εσόδων λόγω φοροδιαφυγής: Mε τη ~ το κράτος χάνει κάθε χρόνο αρκετά δις.
[λόγ. φόρ(ος) -ο- + διαφυγή μτφρδ. αγγλ. tax evasion]