Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φορέας ο [foréas] Ο21 : I1. αυτός που έχει, μεταφέρει, μεταδίδει κτ.: Tα κουνούπια / τα ποντίκια είναι φορείς μικροβίων και ασθενειών. || (επέκτ.): Οι λέξεις / οι μορφές είναι φορείς νοήματος. Tα μνημεία αποτελούν φορείς αξιών. Ο κύριος ~ της δράσης στην κινηματογραφική ταινία είναι ο πρωταγωνιστής. ~ ιδεολογίας / προόδου / επαναστατικών ιδεών. 2. πρόσωπα, ομάδες προσώπων, σύλλογοι, οργανισμοί κτλ. (θεσμοθετημένοι ή μη) που αναπτύσσουν κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, διοικητικές, επαγγελματικές κτλ. δραστηριότητες: Επαγγελματικοί / κοινωνικοί / πολιτιστικοί / πολιτικοί / συνδικαλιστικοί φορείς. Επίσημος / κρατικός / πανεπιστημιακός ~. Ο έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης πρέπει να περάσει σε διακομματικό φορέα. II1. (μηχ.) κατασκευή που χρησιμεύει για την υποδοχή και τη μεταφορά φορτίων: Επίπεδοι / ελεύθεροι φορείς. 2. (μαθημ.) ~ διανύσματος, η ευθεία επάνω στην οποία βρίσκεται το διάνυσμα.
[λόγ. < αρχ. φορεύς, αιτ. -έα `μεταφορέας΄, σημδ.: I: γαλλ. porteur, vecteur, véhicule & αγγλ. carrier, conveyer· II1: γερμ. Träger· II2: γαλλ. vecteur]