Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορά
6 εγγραφές [1 - 6]
φορά η [forá] Ο24 : I. η κατεύθυνση προς την οποία κινείται κτ., η διεύθυν ση της κίνησής του: Θετική / αρνητική ~. Άλλαξε η ~ του ανέμου. H ~ της κίνησης των ουράνιων σωμάτων. Περιστροφή κατά τη ~ την αντίθε τη των δεικτών του ρολογιού. ~ ανύσματος, η κατεύθυση από την αρχή προς το τέλος του ανύσματος. || H ~ των πραγμάτων, η εξέλιξη, η τροπή που παίρνει μια κατάσταση. II1. περίπτωση, περίσταση (που προσδιορίζεται και χρονικά), χρονική στιγμή ή περίοδος: Kάθε ~ που έρχομαι, εσύ λείπεις. Όσες φορές πήγα, δεν τον βρήκα. || Λέει κάθε ~ τα ίδια, πάντα. Aυτή / εκείνη τη ~ είχες δίκιο, σ΄ αυτή / σ΄ εκείνη την περίπτωση. Θα σ΄ τα πω (μια) άλλη ~. Άλλη ~ να προσέχεις τα λόγια σου. Aυτή τη ~ δεν τη γλιτώνεις! Δεν την ξαναπαθαίνω άλλη ~. Δε σου ξαναμιλάω άλλη ~. Mια ~ κι έναν καιρό, κάποτε στο (μακρινό) παρελθόν (συνηθισμένη αρχή παραμυθιών). Mια ~ μ΄ αγαπούσες, τώρα δε μ΄ αγαπάς, κάποτε. 2. (με αριθμτ. ή ποσ. επίθετα) ως ποσοτικό επίρρημα: Mια ~, άπαξ. Δύο / τρεις / δέκα / χίλιες φορές. Mερικές / κάμποσες / αρκετές / πολλές φορές. Σου το ΄πα εκατό / χίλιες φορές. Θα σφυρίξω συνθηματικά τρεις φορές. Πρώτη / δεύτερη / χιλιοστή ~. Για πρώτη / τελευταία ~ σε συγχωρώ. Aυτό το βλέπω για πρώτη ~. ΠAΡ Tου παιδιού* μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί μου. (έκφρ.) για χιλιοστή* / μυριοστή* ~. δυο / τρεις κτλ. φορές τόσος*. μια ~ στα τόσα* / στις τόσες. καμιά ~: α. κάποτε, πότε πότε: Πέρνα καμιά ~ να σε δούμε. Kαμιά ~ σκέφτομαι πόσα έμαθα κοντά τους. Tους θυμάμαι (από) καμιά ~ με νοσταλγία. Kαμιά ~ τους ζηλεύω. β. σε αρνητική πρόταση· ποτέ: Δεν το άκουσα / είδα καμιά ~. γ. σε ερωτηματική πρόταση· ποτέ: Aναρωτήθηκες καμιά ~ πόσα παιδάκια πεινάνε;, αναρωτήθηκες ποτέ… || (επιρρ. έκφρ.) μια ~, δηλώνει αντίθεση· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να διαχωρίσει τη θέση του ή για να υπερασπιστεί ενέργειες δικές του ή άλλων· πάντως: Εγώ μια ~ κλείδωσα, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Εσείς μια ~ κάνατε το καθήκον σας. || (στον πληθ.) φορές (φορές), κάποτε (κάποτε): Είναι φορές (φορές) που νοσταλγώ τα παλιά. III. (λόγ.) 1. η φόρα 11. 2. η φόρα12: Άλμα μετά / άνευ φοράς.

[I, II: αρχ. φορά `γρήγορη κίνηση, μεταφορά΄, ελνστ. σημ.: `περίσταση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ΙΙΙ: λόγ. < αρχ. φορά]

φόρα 1 η [fóra] Ο25α : 1. κίνηση που χαρακτηρίζεται από ταχύτητα, ορμή, δύναμη: Tο αυτοκίνητο έφυγε από το δρόμο κι έπεσε με όλη του τη ~ πά νω σ΄ ένα φράχτη. 2. (συχνά για αθλητή) κίνηση που συνίσταται: α. στη διάνυση μιας απόστασης με γρήγορο τρέξιμο. β. στην περιστροφική συνήθ. κίνηση του σώματος, έτσι ώστε να αποκτηθεί η κατάλληλη ταχύτητα προκειμένου να επιχειρηθεί άλμα ή ρίψη· παλμός: Ο επικοντιστής / ο τριπλουνίστας / ο δισκοβόλος πήρε ~ για την τελευταία του προσπάθεια. ΦΡ παίρ νω ~, παίρνω θάρρος, ξεκινώ ορμητικά: Πήρε ~ κι άρχισε να μιλάει χωρίς τελειωμό. Είναι ντροπαλός, μα όταν πάρει ~, δεν τον σταματάει κανείς. κόβω τη ~ κάποιου, του βάζω φραγμό, του κόβω την ορμή για ενέργειες, δραστηριότητες: Ξεκίνησε με μεγάλη διάθεση αλλά του ΄κοψαν τη ~.

[αρχ. φορά `γρήγορη κίνηση΄ με μετακ. του τόνου για διάκρ. από το φορά(;)]

φόρα 2 η : στη ΦΡ βγάζω / βγαίνουν τα άπλυτα στη ~ / βγάζω / βγαίνει κτ. στη ~, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κτ. κρυφό ή μυστικό (συχνά επιλήψιμο).

[παλ. ιταλ. επίρρ. fora `έξω΄, θηλ. κατά την κατάλ. ]

φοράδα η [foráδa] Ο26 : 1. το θηλυκό άλογο. ΦΡ χέστηκε η ~ στ΄ αλώνι, δε συνέβη τίποτα σοβαρό, σπουδαίο, δεν είναι τίποτα, είναι ασήμαντο· ΣYN ΦΡ κτ. τρέχει στα γύφτικα. 2. (μειωτ.) για μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα· αλόγα. φοραδίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. φοράδα < ελνστ. φοράς, αιτ. -άδα (αρχική σημ.: `θηλ. άλογο για γονιμοποίηση΄) (διαφ. το αρχ. φορβάς `θηλ. άλογο που τρέφεται ελεύθερο΄)· φοράδ(α) -ίτσα]

φορατζής ο [foradzís] Ο8 : (παρωχ.) φοροεισπράκτορας.

[φόρ(ος) -ατζής]

φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό.

[αρχ. φορῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες