Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοβία η [fovía] Ο25 : 1. φόβος παθολογικής φύσης, αδικαιολόγητος, ψυχαναγκαστικός και αγχώδης: Στις φοβίες ανήκουν η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία κ.ά. 2. αδικαιολόγητος και έμμονος φόβος: Όταν βρίσκομαι στην εξοχή, έχω μια ~ με τα ζωύφια.
[λόγ. < γαλλ. phobie (δες -φοβία)]