Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλάντζα
1 εγγραφή
φλάντζα η [flándza] Ο25 : 1. μεταλλικός δίσκος προσαρμοσμένος στο άκρο σωλήνων ή άλλων εξαρτημάτων που πρόκειται να συνδεθούν μεταξύ τους ή να στερεωθούν σε σταθερό σημείο. 2. λεπτό φύλλο μετάλλου, ελαστικού ή άλλου υλικού που παρεμβάλλεται για στεγανοποίηση ανάμεσα σε δύο μέρη που συναρμόζονται. φλαντζούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. flangia < αγγλ. flange· φλάντζ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες