Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλότεχνος -η -ο [filótexnos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλότεχνος, αυτός που αγαπάει την τέχνη και ειδικότερα τις καλές τέχνες και τα εικαστικά: Στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής και γλυπτικής παραβρέθηκαν πολλοί φιλότεχνοι της πόλης μας.
[λόγ. < αρχ. φιλότεχνος]