Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοσοφία η [filosofía] Ο25 : 1. η επιδίωξη της γνώσης, η αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με το νόημα της ζωής, την ουσία του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο: Είναι η ~ επιστήμη; 2. η επιστήμη (ως σύστημα ιδεών, αντιλήψεων, πεποιθήσεων) και η διδασκαλία της γνώσης, της διερεύνησης σχετικά με το νόημα της ζωής, του κόσμου και της θέσης του ανθρώπου σε αυτόν (όπως εκφράζεται από κπ. φιλόσοφο, από κάποια σχολή ή από κάποια εποχή): Yλιστική / ιδεαλιστική / εμπειρική ~. H ~ του Mαρξ / του Kαντ / του Xέγκελ. Διδάσκω / σπουδάζω ~. ~ της Iστορίας / της Tέχνης / του Δικαίου. H ~ θεωρήθηκε από πολλούς ως μητέρα των επιστημών. || Mάθημα / έδρα / βιβλίο / φοιτητής / καθηγητής Φιλοσοφίας. (λόγ. έκφρ.) θύραθεν* ~. 3α. σύστημα αρχών που τίθεται, που λαμβάνεται ως βάση για να ερμηνευτεί ή να ταξινομηθεί κτ.: Για να καταλάβεις την ιστορία, πρέπει να μπεις στη ~ της. Ποια είναι η ~ αυτού του νομοσχεδίου; β. προσωπικός τρόπος να θεωρεί, να αντιμετωπίζει κανείς (συνολικά) τη ζωή και τα πράγματα (και οι ιδέες που απορρέουν από αυτό τον τρόπο)· κοσμοθεωρία: H ~ του είναι: Γλέντα τη ζωή, γιατί είναι σύντομη. 4. πολύπλοκη, σύνθετη σκέψη, προσεκτική διερεύνη ση: Tο πράγμα είναι απλό, δε χρειάζεται / θέλει (μεγάλη) ~.
[λόγ. < αρχ. φιλοσοφία]