Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοπονία η [filoponía] Ο25 : (λόγ.) o μόχθος που καταβάλλεται σε μια επιμελή και ευσυνείδητη (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητα. ANT φυγοπονία: Tο έργο υπήρξε αποτέλεσμα εξαιρετικής φιλοπονίας.
[λόγ. < αρχ. φιλοπονία]