Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλελληνισμός
1 εγγραφή
φιλελληνισμός ο [filelinizmós] Ο17 : η συμπάθεια και η υποστήριξη ξένων υπηκόων προς την Ελλάδα και τους Έλληνες. ANT μισελληνισμός, ανθελληνισμός: Ο ~ των Ευρωπαίων διανοουμένων κατά την Tουρκοκρατία.

[λόγ. < γαλλ. philhellénisme < philhellèn(e) = φιλελλην- (δες φιλέλληνας) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες