Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλέλληνας
1 εγγραφή
φιλέλληνας ο [filélinas] Ο5 : ξένος υπήκοος που συμπαθεί και υποστηρίζει τους Έλληνες και την Ελλάδα. ANT μισέλληνας, ανθέλληνας: Οι Φιλέλληνες του 1821. Πολλοί από τους ανθρώπους του πνεύματος στην Ευρώπη ήταν και είναι φιλέλληνες.

[λόγ. < αρχ. φιλέλλην, αιτ. -ηνα & σημδ. (ιδ. στον πληθ.) γαλλ. philhellènes < αρχ. φιλέλλην]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες