Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλάνθρωπος -η -ο [filánθropos] Ε5 : 1. που ενισχύει, που βοηθάει (οικονομικά κυρίως) τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη: Aντιπαθώ τις φιλάνθρωπες κυρίες που επιδεικνύουν τη φιλανθρωπία τους. || (ως ουσ.) ο φιλάνθρωπος. 2. που διακατέχεται από φιλανθρωπία: Φιλάνθρωπα αισθήματα. 3. (σπάν.) που αγαπάει τον άνθρωπο: Ο ~ και φιλεύσπλαχνος Θεός.
[λόγ. < αρχ. φιλάνθρωπος]