Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
155 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φελί το [felí] & φιλί 2 το [filí] Ο43 : (λαϊκότρ.) κομμάτι, φέτα, κυρίως φρούτων και ιδίως μανταρινιού και πορτοκαλιού.
[μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]
- φίλαθλος -η -ο [fílaθlos] Ε5 : 1. που ενδιαφέρεται και παρακολουθεί συστηματικά τα αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα: Tο φίλαθλο κοινό / πνεύμα. Ο ~ κόσμος. 2. (ως ουσ.) α. αυτός που ενδιαφέρεται και παρακολουθεί συστηματικά τα αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα: Ελάχιστοι φίλαθλοι παρακολούθησαν τους αγώνες στίβου. β. ο οπαδός ενός αθλητικού συλλόγου, σωματείου: Οι φίλαθλοι του ΠAΟK / της AΕK. Συμπλοκές / επεισόδια μεταξύ φιλάθλων.
[λόγ. < ελνστ. φίλαθλος]
- φιλαλήθεια η [filalíθia] Ο27 : (λόγ.) η ιδιότητα αυτού που αγαπά, που λέει πάντα την αλήθεια· (πρβ. ειλικρίνεια).
[λόγ. < ελνστ. φιλαλήθεια]
- φιλαλήθης ο [filalíθis] θηλ. φιλαλήθης [filalíθis] Ο (βλ. Ε11) : (λόγ., και ως επίθ.) που αγαπά, που λέει (πάντα) την αλήθεια· (πρβ. ειλικρινής).
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. & θηλ. του αρχ. επιθ. φιλαλήθης]
- φιλαλληλία η [filalilía] Ο25 : (λόγ.) η φιλανθρωπία2, ο αλτρουισμός.
[λόγ. < ελνστ. φιλαλληλία]
- φιλαναγνώστης ο [filanaγnóstis] Ο10 θηλ. φιλαναγνώστρια [filanaγnó stria] Ο27 : αυτός που του αρέσει το διάβασμα, ο συστηματικός αναγνώστης.
[λόγ. < ελνστ. φιλαναγνώστης· λόγ. φιλαναγνώσ(της) -τρια]
- φιλανδικός -ή -ό [filanδikós] & φινλανδικός -ή -ό [finlanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Φινλανδία ή στους Φινλανδούς ή προέρχε ται από αυτή ή από αυτούς: Φιλανδική κυβέρνηση / γλώσσα. Φιλανδικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η φιλανδική, τα φιλανδικά, η φιλανδική γλώσσα.
φιλανδικά & φινλανδικά ΕΠIΡΡ σε φιλανδική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ικός < γερμ. Finnland -ία (ορθογρ. δαν.)· φιλ-: αποβ. του ριν. πριν από το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.]
- φιλανδοποίηση η [filanδopíisi] & φινλανδοποίηση η [finlanδopíisi] Ο33 : διαδικασία με την οποία μια χώρα οδηγείται σε στρατιωτική και πολιτική ουδετερότητα.
[φινλ-: λόγ. Φινλανδ(ία) -ο- + -ποίηση απόδ. αγγλ. finlandization· φιλ-: αποβ. του ριν. κατά το φιλανδικός]
- φιλανθής -ής -ές [filanθís] Ε10 : που αγαπάει, που του αρέσουν τα λουλούδια.
[λόγ. < ελνστ. φιλανθής]
- φιλανθρωπία η [filanθropía] Ο25 : 1α. η πράξη, η χειρονομία ενίσχυσης, βοήθειας (οικονομικής κυρίως) προς ανθρώπους που έχουν ανάγκη· (πρβ. ευεργεσία): Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του. β. η αντίστοιχη δραστηριότητα: H κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη ~. 2. (σπάν.) η αγάπη προς τον άνθρωπο: H ~ του Θεού.
[λόγ.: 1: αρχ. φιλανθρωπία `ανθρώπινα αισθήματα, πράξεις καλοσύνης΄· 2: ελνστ. σημ.]