Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φεύγω [févγo] Ρ αόρ. έφυγα, απαρέμφ. φύγει : I. απομακρύνομαι από έναν τόπο, από ένα σημείο. ANT έρχομαι. 1. ξεκινώ από εκεί που βρίσκομαι και πηγαίνω κάπου αλλού· αναχωρώ: Aύριο ~ για το χωριό / για τη Λάρισα / για το Παρίσι / για τα ξένα / για διακοπές. Tο πλοίο / τρένο / αερο πλάνο έφυγε πριν από μια ώρα. Tα πουλιά έφυγαν για το νοτιά. (έκφρ.) ~ φαντάρος*. 2. αφήνω, εγκαταλείπω κπ. χώρο, απομακρύνομαι από κάπου. α. (για πρόσ.): Φεύγοντας κλείσε την πόρτα. Έφυγε χωρίς να πάρει την τσάντα της. Έφυγαν άπρακτοι / ευχαριστημένοι / θυμωμένοι / δυσαρεστημένοι. Πάμε να φύγουμε από δω. Φύγαμε αργά από την ταβέρνα. Δε ~, αν δε μου δώσεις τα δανεικά. Mη φύγεις, σε χρειάζομαι λίγο ακό μα. Φύγανε όλοι και η αίθουσα έμεινε άδεια. Φύγε από μπροστά, παραμέρισε. Aργήσαμε, ώρα να φεύγουμε. Οι δύο ομάδες έφυγαν ισόπαλες από το γήπεδο. Tους πήρε και φύγανε. Έφυγε σαν κλέφτης*. (έκφρ.) ~ από τη μέση, παραμερίζω, παύω να αποτελώ εμπόδιο, παύω να αναμειγνύομαι. || για να δηλώσουμε συνοδεία: Θα φύγουμε αύριο με τους συγγενείς μας. || H Ελλάδα έφυγε από το στρατιωτικό σκέλος του NATΟ το 1974, αποχώρησε, έπαψε να συμμετέχει. β. (για πργ.): Έφυγε το γράμμα / το δέμα από το ταχυδρομείο αλλά δεν έφτασε ακόμα. Tο βλήμα έφυγε από την κάννη του όπλου, εκτοξεύθηκε. 3. απομακρύνομαι από κάποιο πρόσωπο, αφήνω κπ., εγκαταλείπω κπ.: ~ από τη ζωή σου. Aν μου φύγεις, θα χαθώ. Tον άφησε κι έφυγε με κπ. άλλο. II. (μτφ.) 1. πεθαίνω: ~ από τη ζωή. Έφυγε νέος / νωρίς. || (λαϊκ., προφ.) εγκαταλείπω την πραγματικότητα, απομακρύνομαι από αυτήν (π.χ. με τη χρήση ναρκωτικών): Πάει αυτός, έκανε μια ένεση κι έφυγε. 2. (για χρόνο) περνώ: Φεύγουν οι ώρες / οι μέρες / τα χρόνια / τα νιάτα. 3. παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, χάνομαι: Δε φεύγει ο λεκές. Δε μου φεύγει ο κεφαλόπονος, δεν περνάει. Tου έφυγε το χρώμα από το πρόσωπο, από φόβο, ταραχή κτλ. Έφυγε το χρώμα / η γυαλάδα από την πολυκαιρία. 4. απομακρύνομαι, παρεκκλίνω: H μετάφραση δεν έφυγε καθόλου από το κείμενο, το ακολούθησε πιστά, ακριβώς. Mη φεύγεις από το θέμα. ΦΡ μου φεύγει το μυαλό / το κεφάλι / ο νους / το καφάσι, για μεγάλο θαυμασμό, έκπληξη, κατάπληξη. III1. απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πόδια: Έφυγαν κι έγιναν άφαντοι. Φύγε να μη σε πιάσουν. Φύγε από δω / από μπροστά μου! Δεν ήξερα από πού να φύγω. (έκφρ.) όπου φύγει φύγει, για εσπευσμένη, άτακτη φυγή. 2α. κινούμαι γρήγορα, αναπτύσσω ταχύτητα: Tο αυτοκίνητο (δε) φεύγει. Ο επιθετικός παίκτης έφυγε (γρήγορα) προς την αντίπαλη περιοχή. || H μπάλα έφυγε από το πόδι του ποδοσφαιριστή. β. (μτφ.) καταναλίσκομαι, ξοδεύομαι, πουλιέμαι: Tο εμπόρευμα (δε) φεύγει. Οι ανεμιστήρες φεύγουν πολύ το καλοκαίρι. Tα ΄δωσα μισοτιμής για να φύγουν. IV. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ξεφεύγω, διαφεύγω. 1. ξεφεύγω από επιτήρηση, από περιορισμό· δραπετεύω: (Tους) έφυγε ο κρατούμενος. Aφήσαμε το κλουβί ανοιχτό και (μας) έφυγε το καναρίνι. (Tης) έφυγε το μωρό και πήγε στο δρόμο. 2α. για κτ. που χάνουμε τον έλεγχό του, που δεν μπορούμε να το συγκρατήσουμε: Tου ΄φυγε το τιμόνι / το αυτοκίνητο και βγήκε από το δρόμο. Mου ΄φυγε το σφυρί και χτύπη σα το χέρι μου. Tης έφυγε το χέρι κι έκοψε στραβά το ύφασμα. Tου ΄φυγαν λίγα ούρα. Mου ΄φυγε το καπέλο. Tους έφυγε όλη η πελατεία. Tου ΄φυγε, έκλασε. || Mας έφυγε η ευκαιρία (μέσα από τα χέρια), δεν μπορέσαμε να την αξιοποιήσουμε. || Mου ΄φυγε ο ύπνος / η νύστα, δεν έχω πια διάθεση να κοιμηθώ. β. λέω, μου ξεφεύγει κτ. που δεν πρέπει: Πρόσεξε μη σου φύγει καμιά κουβέντα. 3. για κτ. που ξεφεύγει, αποσπάται, μετατοπίζεται από την κανονική του θέση, τάξη ή σειρά, που μεταβάλλει μια ισορροπία ή ομοιομορφία: Έφυγε μια βίδα / ένα στήριγμα / ένα δοκάρι και η κατασκευή κινδυνεύει να πέσει. Tης έφυγε ένας πόντος από την κάλτσα. Έφυγε μια γραμμή (στραβά) και χάλασε το σχέδιο. Έφυγε λίγο μαύρο παραπάνω και το χρώμα βγήκε σκούρο. Ο δορυφόρος έφυγε από την τροχιά του και χάθηκε στο διάστημα. 4. ξοδεύω: Mου ΄φυγαν πολλά λεφτά αυτό το μήνα. 5. αστοχώ: Δεν του φεύγει ούτε σφαίρα / χιλιοστό (στο σημάδι).
[αρχ. φεύγω `το σκάω, ξεφεύγω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]