Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φερέφωνο το [feréfono] Ο41 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός για κπ. ή για κτ. (πρόσωπο, ομάδα, έντυπο κτλ.) που δεν έχει ή που δεν προβάλλει δική του γνώμη, άποψη αλλά μέσο αυτού μεταφέρεται, προβάλλεται άκριτα ή διαδίδεται η γνώμη, η άποψη τρίτων: Εφημερίδες / έντυπα / συνδικαλιστικές παρατάξεις που είναι φερέφωνα των κομμάτων.
[λόγ. φέρε + φων(ή) -ον μτφρδ. γαλλ. porte-parole (όχι μειωτ.)]