Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φελούκα η [felúka] Ο25 : 1. πλοιάριο της Mεσογείου, χαμηλό, στενό και άφρακτο, που κινείται με κουπιά ή με ιστία και που ο τύπος του έχει σχεδόν εκλείψει. 2. βοηθητική βάρκα.
[ίσως αντδ. < ιταλ. feluca < γαλλ. felouque < αραβ. felūka < ελνστ. ἐφόλκιον `βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι΄]