Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασολάδα η [fasoláδa] Ο26 : (μαγειρ.) φαγητό (σούπα) που παρασκευάζεται με ξερά φασόλια: H ~ θεωρείται το εθνικό φαγητό των Ελλήνων.
[φασόλ(ι) -άδα]
- φασολάκι το [fasoláki] Ο44α : ο πράσινος καρπός της φασολιάς, που τρώγεται μαγειρεμένος ως λαχανικό: Φασολάκια λαδερά / βραστά / σαλάτα. Φρέσκα φασολάκια.
[φασόλ(ι) -άκι]
- φασόλι το [fasóli] Ο44 : 1. ο ώριμος, αποφλοιωμένος καρπός (όσπριο) της φασολιάς, που τρώγεται μαγειρεμένος και (στον πληθ.) το λαδερό φαγητό που παρασκευάζεται από ξερά ή φρέσκα φασόλια: Φασόλια γίγαντες / ελέφαντες / μαυρομάτικα. Φασόλια γιαχνί / πιάζ*. Φασόλια σούπα, φασολάδα. Πεθύμησα να φάω φασόλια. 2. το φυτό φασολιά.
[μσν. φασόλιν < *φασιόλιον (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα) υποκορ. του ελνστ. φασίολος < αντδ. λατ. phasiolus < phaselus < αρχ. φάσηλος]
- φασολιά η [fasolá] Ο24 : ποώδες ετήσιο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, που ο καρπός του είναι λοβός και τρώγεται είτε ως όσπριο (φασόλι) είτε ως λαχανικό (φασολάκι).
[φασόλ(ι) -ιά]