Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαροφύλακας ο [farofílakas] Ο5 : υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη και την επίβλεψη των φάρων.
[λόγ. φάρ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. gardien de phare (phare < ελνστ. φάρος)]