Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαροφύλακας
1 εγγραφή
φαροφύλακας ο [farofílakas] Ο5 : υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη και την επίβλεψη των φάρων.

[λόγ. φάρ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. gardien de phare (phare < ελνστ. φάρος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες