Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαράγγι το [farángi] Ο44 : βαθύ ρήγμα μεταξύ βουνών, απόκρημνη χαράδρα: Tο ~ της Σαμαριάς στην Kρήτη είναι από τα ομορφότερα της Ευρώπης.
[μσν. φαράγγιν < *φαράγγιον υποκορ. του αρχ. φάραγξ ἡ]