Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαντάζω [fandázo] Ρ2.3α : (προφ.) προκαλώ εντύπωση, δημιουργώ αίσθηση με την (επιβλητική, εντυπωσιακή) όψη, εμφάνισή μου: Φάνταζε μέσα στην ακριβή / πολυτελή φορεσιά της. Φάνταζε σαν πριγκιπέσα.
[αρχ. φαντάζω]