Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλτσετα
1 εγγραφή
φαλτσέτα η [faltséta] Ο25 : 1. κοπίδι υποδηματοποιού. 2. κοφτερό όργανο: Πάνω στον καβγά τράβηξε ~.

[παλ. ιταλ. falcetta `κοφτερή λάμα σε άκρη πολεμικού κονταριού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες