Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλαινοθηρία
1 εγγραφή
φαλαινοθηρία η [falenoθiría] Ο25 : το κυνήγι, η αλιεία της φάλαινας.

[λόγ. φάλαιν(α) -ο- + -θηρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες