Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φακελάκι το [fakeláki] Ο44α : 1α. μικρός φάκελος. β. ειδική συσκευασία μικρής ποσότητας ή ατομικής δόσης: Ένα ~ ζάχαρη / τσάι / νεσκαφέ / πιπέρι / βανίλια. 2. χρηματικό ποσό με το οποίο δωροδοκείται κάποιος: Δίνω ~, δωροδοκώ. Παίρνω ~, δωροδοκούμαι. Πιάστηκε εφοριακός / γιατρός να παίρνει ~.
[λόγ. φάκελ(ος) -άκι μτφρδ. ιταλ. bustarella]