Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαγητό το [fajitó] Ο38 : ΣYN φαΐ. 1. τροφή που τρώγεται κατάλληλα προετοιμασμένη: Ελαφρό / βαρύ / κρύο / ζεστό / θρεπτικό / νόστιμο / άνοστο / ανάλατο / χαλασμένο / έτοιμο / πρόχειρο ~. Πρωινό / μεσημεριανό / βραδινό ~. Έφαγες όλο το ~ σου; Tο τραπέζι ήταν γεμάτο με καλομαγειρεμένα φαγητά. ΦΡ ξαναζεσταμένο* φαΐ / ~. 2. η λήψη της τροφής και ο αντίστοιχος χρόνος ή η αντίστοιχη διαδικασία: Πάμε για ~. Προ του φαγηγού / μετά το ~. Mετά το ~ χρειάζομαι μια ώρα ανάπαυση. Tους πέτυχα πάνω στο ~.
[λόγ. < μσν. φαγητόν < φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώω) -ητόν κατά το ελνστ. ῥοφητός `φαΐ που ρουφιέται, όπως η σούπα΄]