Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φέτα η [féta] Ο25 : 1α. το καθένα από τα πλατιά και (λιγότερο ή περισσότε ρο) λεπτά κομμάτια ενός φαγώσιμου, που αποκόπτονται με τομές (συνήθ. παράλληλες μεταξύ τους): Xοντρή / ψιλή / μικρή / μεγάλη ~. Mια ~ ψωμιού / τυριού / λεμονιού / καρπουζιού. Έκοψα το αγγουράκι σε φέτες. Kόψε μου μια ~ πεπόνι. || καθένα από τα τμήματα του πορτοκαλιού ή του μανταρινιού. (έκφρ.) κό βω / κάνω κπ. φέτες, τον κάνω κομμάτια, τον τραυματίζω πολύ. β. (τυρί) ~, είδος λευκού τυριού που διατηρείται μέσα σε άλμη: Mαλακή / σκληρή ~. ~ κοπανιστή / τρίμμα. 2. καθετί που μοιάζει με φέτα: Οι φέτες του καλοριφέρ, καθένα από τα παράλληλα στοιχεία που αποτελούν το σώμα του καλοριφέρ. 3. (μτφ.) κομμάτι, τμήμα που αποκόπτεται από μεγαλύτερο σύνολο: Tου πήρε το χέρι η μηχανή και του ΄κοψε ολόκληρη ~.
φετούλα η YΠΟKΟΡ. φετίτσα η YΠΟKΟΡ. φετάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. fetta· φέτ(α) -ούλα, -ίτσα]