Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φέρετρο το [féretro] Ο42 : ξύλινο κιβώτιο, περίπου στο σχήμα του ανθρώπινου σώματος, όπου τοποθετείται ο νεκρός προκειμένου να ενταφιαστεί: Tο ~ του νεκρού ήταν σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Tιμητική φρουρά εναλλασσόταν μπροστά στο ~ του νεκρού προέδρου. || (επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει να παίζει το ρόλο του φέρετρου: Tο αεροπλάνο / το αυτοκίνητο / το πλοίο έγινε το ~ των επιβατών του. Πλωτό / ιπτάμενο ~, για πλοίο / αεροσκάφος πεπαλαιωμένο και επικίνδυνο για τους επιβαίνοντες.
[λόγ. < ελνστ. φέρετρον (αρχ. φέρτρον)]
- φερετροποιείο το [feretropiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής ή και κατάστημα πώλησης φερέτρων.
[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιείον]
- φερετροποιός ο [feretropiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει ή και πουλάει φέρετρα.
[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιός]