Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάσμα το [fázma] Ο48 : I. προσωποποιημένη, επικρεμάμενη απειλή, συμφορά, κίνδυνος· φάντασμα: Tο ~ της πείνας / του πολέμου / της πυρηνικής καταστροφής πλανιέται στον κόσμο. Tο ~ της ήττας / του τρόμου. II. τάξη, πεδίο συγκροτημένο (με βάση κάποιο κοινό χαρακτηριστικό) σε σύνολο, τα στοιχεία του οποίου χαρακτηρίζονται από (μικρή ή μεγάλη) ποικιλία, διαφορετικότητα: Ευρύ ~ απόψεων / θεμάτων / πολιτικών δυνάμεων. || Aντιβιοτικά ευρέος φάσματος, που καλύπτουν πολλές περιπτώσεις προσβολής από μικρόβια. III. (φυσ.) ευρεία και συνεχής περιοχή συχνοτήτων, μέσα στην οποία τα κύματα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστι κό: ~ ραδιοσυχνοτήτων / ~ απορροφήσεως / εκπομπής / μάζας. Yπέρυθρο / μοριακό ~. || Hλιακό ~, πολύχρωμη φωτεινή λωρίδα που περιέχει διαδοχικά τα απλά χρώματα, στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως, όταν περνάει μέσα από κρυσταλλικό πρίσμα. || Aκουστικό ~, το φάσμα των συχνοτήτων των ακουστικών κυμάτων. || Hλεκτρικό / μαγνητικό ~, η απεικόνιση των δυναμικών / μαγνητικών γραμμών ενός ηλεκτρικού / μαγνητικού πεδίου. || (βοτ.) Bλαστικό / βιολογικό ~, η εκατοστιαία σύνθεση των βλαστικών μορφών της χλωρίδας μιας περιοχής. || (αστρον.) ~ ηλιακών κηλίδων / πολικού σέλαος / των νεφελοειδών.
[λόγ.: Ι: αρχ. φάσμα· ΙΙ, ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. spectre]
- φασματικός -ή -ό [fazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα (στις σημ. II, III): Φασματική ανάλυση / γραμμή.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. spectral (διαφ. το μσν. φασματικός `φανταστικός΄)]
- φασματόγραμμα το [fazmatóγrama] Ο49 : το φασματογράφημα.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + γράμμα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]
- φασματογράφημα το [fazmatoγráfima] Ο49 : η απεικόνιση ενός φάσματος με φωτογράφιση ή με άλλον τρόπο.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]
- φασματογράφος ο [fazmatoγráfos] Ο18 : συσκευή για τη φωτογραφική (ή άλλου είδους) απεικόνιση ενός φάσματος: ~ μαγνητικός / μάζας.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφος μτφρδ. γαλλ. spectrographe]
- φασματοσκοπία η [fazmatoskopía] Ο25 : 1. η μελέτη του φάσματος. 2. κλάδος της φυσικής που ασχολείται με την παραγωγή, την παρατήρηση, την καταγραφή και την ερμηνεία των φασμάτων.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -σκοπία μτφρδ. γαλλ. spectroscopie]
- φασματοσκοπικός -ή -ό [fazmatoskopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φασματοσκοπία ή στο φασματοσκόπιο: Φασματοσκοπική ανάλυση / παράλλαξη.
[λόγ. φασματοσκοπ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. spectro scopique (-ique = -ικός)]
- φασματοσκόπιο το [fazmatoskópio] Ο42 : συσκευή με την οποία παρατηρείται οπτικά και μελετάται το φάσμα.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -σκόπιο μτφρδ. γαλλ. spectroscope]